φωτοτηλεγραφικός

φωτοτηλεγραφικός
-ή, -ό, Ν [φωτοτηλεγραφία]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοτηλεγραφία («φωτοτηλεγραφική επικοινωνία»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φωτοτηλεγραφικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοτηλεγραφία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”